Singular Plural Participle Singular
Masculine Feminine Neuter
Active Presens Indicative 1 λαγγεύω λαγγεύομε

Nominative λαγγεμένος λαγγεμένα λαγγεμένον



2 λαγγεύς λαγγεύετε

Genitive λαγγεμένου λαγγεμένας λαγγεμένου



3 λαγγεύ λαγγεύνε/λαγγεύουν

Accusative λαγγεμένον λαγγεμέναν λαγγεμένον














Subjunctive 1 να λαγγεύω να λαγγεύομε
Plural






2 να λαγγεύς να λαγγεύετε

Nominative λαγγεμέν/λαγγεμένοι λαγγεμέν λαγγεμένα



3 να λαγγεύ να λαγγεύνε/λαγγεύουν

Genitive λαγγεμένων λαγγεμένων λαγγεμένων








Accusative λαγγεμένς λαγγεμένς λαγγεμένα

Future 1 Indicative 1 θα λαγγεύω θα λαγγεύομε








2 θα λαγγεύς θα λαγγεύετε








3 θα λαγγεύ θα λαγγεύνε/λαγγεύουν


















Imperfect Indicative 1 ελάγγευα ελαγγεύαμε








2 ελάγγευες ελαγγεύατε








3 ελάγγευεν ελάγγευαν


















Aorist Indicative 1 ελάγγεψα ελαγγέψαμε








2 ελάγγεψες ελαγγέψατε








3 ελάγγεψεν ελάγγεψαν



















Subjunctive 1 να λαγγέψω να λαγγέψομε








2 να λαγγέψεις να λαγγέψετε








3 να λαγγέψ να λαγγεέψνε



















Imperative 2 λάγγεψον λαγγέψτεν








3 ας (να) λαγγέψτ ας (να) λαγγέψτνε


















Future 2 Indicative 1 θα λαγγέψω θα λαγγέψομε








2 θα λαγγέψεις θα λαγγέψετε








3 θα λαγγέψ θα λαγγέψνε

















Passive Presens Indicative 1 λαγγεύκομαι λαγγεύκουμες








2 λαγγεύεσαι λαγγεύκεσνε








3 λαγγεύεται λαγγεύκουνταν



















Subjunctive 1 να λαγγεύκομαι να λαγγεύκουμες








2 να λαγγεύεσαι να λαγγεύκεσνε








3 να λαγγεύεται να λαγγεύκουνταν


















Future 1 Indicative 1 θα λαγγεύκομαι θα λαγγεύκουμες








2 θα λαγγεύεσαι θα λαγγεύκεσνε








3 θα λαγγεύεται θα λαγγεύκουνταν


















Imperfect Indicative 1 ελαγγεύκουμουν ελαγγεύκουμνες








2 ελαγγεύκουσουν ελαγγεύκουσνε








3 ελαγγεύκουτουν ελαγγεύκουνταν


















Aorist Indicative 1 ελαγγευτα ελαγγεύταμε








2 ελαγγευτες ελαγγεύτετε








3 ελαγγευτεν ελαγγεύταν



















Subjunctive 1 να λαγγεύτω να λαγγεύτουμε








2 να λαγγεύτς να λαγγεύτετε








3 να λαγγεύτ να λαγγεύτνε



















Imperative 2 λαγγεύτ λαγγευτέστεν








3 ας να λαγγεύκετε ας να λαγγεύκουνταν


















Future 2 Indicative 1 θα λαγγεύτω θα λαγγεύτουμε








2 θα λαγγεύτς θα λαγγεύτετε








3 θα λαγγεύτ θα λαγγεύτνε