Ενικό Πληθυντικό Μετοχή Ενικό
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ενεργετική φωνή Ενεστώτας Οριστική 1 δουκαλεύω δουκαλεύομε

Ονομαστική δουκαλεμένος δουκαλεμένα δουκαλεμένον



2 δουκαλεύς δουκαλεύετε

Γενική δουκαλεμένου δουκαλεμένας δουκαλεμένου


Υποθετική 3 δουκαλεύ δουκαλεύνε/δουκαλεύουν

Αιτιατική δουκαλεμένον δουκαλεμέναν δουκαλεμένον














Υποθετική 1 να δουκαλεύω να δουκαλεύομε
Πληθυντικό






2 να δουκαλεύς να δουκαλεύετε

Ονομαστική δουκαλεμέν/δουκαλεμένοι δουκαλεμέν δουκαλεμένα



3 να δουκαλεύ να δουκαλεύνε/δουκαλεύουν

Γενική δουκαλεμένων δουκαλεμένων δουκαλεμένων








Αιτιατική δουκαλεμένς δουκαλεμένς δουκαλεμένα

Μέλλοντας 1 Οριστική 1 θα δουκαλεύω θα δουκαλεύομε








2 θα δουκαλεύς θα δουκαλεύετε








3 θα δουκαλεύ θα δουκαλεύνε//δουκαλεύουν


















Παρατατικός Οριστική 1 εδουκάλευα εδουκαλεύαμε








2 εδουκάλευες εδουκαλεύατε








3 εδουκάλευεν εδουκάλευαν


















Αόριστος Οριστική 1 εδουκάλεψα εδουκαλέψαμε








2 εδουκάλεψες εδουκαλέψατε








3 εδουκάλεψεν εδουκάλεψαν



















Υποθετική 1 να δουκαλέψω να δουκαλέψομε








2 να δουκαλέψεις να δουκαλέψετε








3 να δουκαλέψ να δουκαλέψνε



















Προστακτική 2 δουκάλεψον δουκάλεψτεν








3 ας (να) δουκαλέψτ ας (να) δουκαλέψτνε


















Μέλλοντας 2 Οριστική 1 θα δουκαλέψω θα δουκαλέψομε








2 θα δουκαλέψεις θα δουκαλέψετε








3 θα δουκαλέψ θα δουκαλεέψνε

















Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική 1 δουκαλεύκομαι δουκαλεύκουμες








2 δουκαλεύεσαι δουκαλεύκεσνε








3 δουκαλεύεται δουκαλεύκουνταν



















Υποθετική 1 να δουκαλεύκομαι να δουκαλεύκουμες








2 να δουκαλεύεσαι να δουκαλεύκεσνε








3 να δουκαλεύεται να δουκαλεύκουνταν


















Μέλλοντας 1 Οριστική 1 θα δουκαλεύκομαι θα δουκαλεύκουμες








2 θα δουκαλεύεσαι θα δουκαλεύκεσνε








3 θα δουκαλεύεται θα δουκαλεύκουνταν


















Παρατατικός Οριστική 1 εδουκαλεύκουμουν εδουκαλεύκουμνες








2 εδουκαλεύκουσουν εδουκαλεύκουσνε








3 εδουκαλεύκουτουν εδουκαλεύκουνταν


















Αόριστος Οριστική 1 εδουκάλευτα εδουκαλεύταμε








2 εδουκάλευτες εδουκαλεύτετε








3 εδουκάλευτεν εδουκαλεύταν



















Υποθετική 1 να δουκαλεύτω να δουκαλεύτουμε








2 να δουκαλεύτς να δουκαλεύτετε








3 να δουκαλεύτ να δουκαλεύτνε



















Προστακτική 2 δουκαλεύτ δουκαλευτέστεν








3 ας (να) δουκαλεύκετε ας (να) δουκαλεύκουνταν


















Μέλλοντας 2 Οριστική 1 θα δουκαλεύτω θα δουκαλεύτουμε








2 θα δουκαλεύτς θα δουκαλεύτετε








3 θα δουκαλεύτ θα δουκαλεύτνε