Ενικό | Αρσενικό | Θηλυκό | Ουδέτερο | |
Ονομαστική | λαγγευτός | λαγγευτέσσα | λαγγευτόν | |
Γενική | λαγγευτού | λαγγευτέσσας | λαγγευτού | |
Αιτιατική | λαγγευτόν | λαγγευτέσσαν | λαγγευτόν | |
Πληθυντικό | ||||
Ονομαστική | λαγγευτοί | λαγγευτοί | λαγγευτά | |
Γενική | λαγγευτιών | λαγγευτιών | λαγγευτιών | |
Αιτιατική | λαγγευτούς | λαγγευτούς | λαγγευτά |