Έρευνα Ποντιακών
Εγγραφές λεξιλογίου:

δουκάλιν /ðu'kalin/ Κερασούντα κλίση, δουκάλ' /ðu'kalʲ/ Αργυρούπολη, Σάντα, Κοτυώρα, Τραπεζούντα (Παπαδόπουλος 1958: 274) κλίση, δουκάλι /ðuk'ali/ Τραπεζούντα (Tursun 2019: 236) κλίση, δουκάλ /ðu'kal/ κλίση ουσ. ουδ.

[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: λατ. dukalium 'χαλινάρι, καπίστρι']

εργαλεία χαλινάρι, καπίστρι

Με το δουκάλ' λαλεί ατόν 'τον χειραγωγεί' (Παπαδόπουλος 1958: 274· επί λέξει με το χαλινάρι μιλάει μαζί του)

Δίγω τ' άλογον δουκάλιν 'χαλαρώνω το χαλινάρι και αφήνω το άλογο να τρέχει' (Παπαδόπουλος 1958: 274· επί λέξει δίνω το άλογο χαλινάρι )

ΠΑΡΑΓΩΓΟ δουκαλεύω

δουκαλεύω /ðuka'levo/ Αργυρούπολη, Σάντα, Κοτυώρα, Τραπεζούντα κλίση ρήμα, μεταβ.

[ΕΠΑΓΩΓΗ: μετονομ. < δουκάλιν]

1 φυσική επίδραση άγω, οδηγώ με καπίστρι (για το άλογο)

Στραβόν να δουκαλεύω σε 'είναι δύσκολο να σε κατευθύνω' (Παπαδόπουλος 1958: 274· επί λέξει σε οδηγώ με χαλινάρι σαν τυφλό)

2 νοητική σφαίρα, κοινωνική αλληλεπίδραση μεταφ. νουθετώ, συμβουλεύω

3 κοινωνική αλληλεπίδραση μεταφ. Όφις, Σούρμενα προσέχω, μεριμνώ, νοιάζομαι, περιποιούμαι, φροντίζω

Δουκαλεμένον χάταλον άπρεπον δουλείαν κι φτάει 'παιδί που το προσέχουν δεν κάνει τίποτα απαγορευμένο '

Δουκάλεψον το παιδί σ' ας μάθαν όπως πρεπ 'κοίτα το παιδί σου να μάθει όπως πρέπει '

4 κοινωνική αλληλεπίδραση μεταφ. παίζω με κάποιον (για να απομακρύνω από κάτι)

Άλλο δουλεία ουκ είχα να κάθομαι να δουκαλεύω το γαρδέλι 'άλλη δουλειά δεν είχα να κάθομαι να παίζω με το παιδί' (Tursun 2019: 236)

δουκαλεύκομαι /ðuka'lefkome/ Κοτυώρα κλίση, δουκαλεύκουμαι /ðuka'lefkume/ Αργυρούπολη, Τραπεζούντα (Παπαδόπουλος 1958: 274) κλίση ρ., παθ.

φυσική επίδραση κατευθύνομαι και οδηγούμαι από άλλους

καβούνιν /ka'vunin/ κλίση, καβούν' /ka'vunʲ/ Αργυρούπολη, Τραπεζούντα κλίση, γαβούν' /γa'vunʲ/ Αργυρούπολη (Παπαδόπουλος 1958: 370) κλίση, γαβούνιν /γa'vunin/ (Παπαδόπουλος 1958: 208) κλίση, καβούνι /ka'vuni/ Τραπεζούντα (Tursun 2019: 281) κλίση, καβούν /ka'vun/ κλίση, γαβούν /γa'vun/ κλίση ουσ. ουδ.

[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: τουρ. kavun 'πεπόνι']

μούρα, φυτά πεπόνι

ΣΥΝΩΝΥΜΟ πεπόνιν

κουθούριν /ku'θurin/ κλίση, κουθούρ' /ku'θurʲ/ Σάντα, Τραπεζούντα (Παπαδόπουλος 1958: 477) κλίση, κουθούρι /ku'θuri/ Τραπεζούντα (Tursun 2019: 318) κλίση, κουθούρ /ku'θur/ κλίση ουσ. ουδ.

[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: αρχ. ε. κοθούρος/κουθούρος 'κηφήνας']

1 δημητριακά, φυτά κεφαλή καλαμποκιού (Tursun 2019: 318· σχετικά με Παπαδόπουλος 1958: 477 - γυμνή, δλδ. χωρίς σπόρους)

2 αρνητ., μεταφ. αμαθής άνθρωπος

3 φυτά, δέντρα κώνος πέφκου

λαγγευτά /laᵑgef'ta/ Σάντα, Κερασούντα, Τραπεζούντα επιρ.

[ΕΠΑΓΩΓΗ: μεταρημ. < λαγγεύω :1]

τρόπος πηδηχτά

Μικρός αντ' έμουν λαγγευτά και καταλαγγευτά πήναινα σο μεκτέπ 'όταν ήμουν μικρός πήγαινα στο σχολείο πηδηχτά και αναπηδόντας' (Tursun 2019: 333)

Χορεύω λαγγευτά το Τρομαχτόν 'χορεύω πηδηχτά το Τρομαχτόν'

λαγγευτήρα /laᵑgef'tira/ Κερασούντα, Σαμψούντα, Τραπεζούντα (Παπαδόπουλος 1958: 508) κλίση, λαγγευτέρα /laᵑgef'tera/ Τραπεζούντα (Tursun 2019: 333) κλίση ουσ. θηλ.

[ΕΠΑΓΩΓΗ: μεταρημ. < λαγγεύω :1]

1 έντομα ακρίδα

2 γεωγραφία παροχημέν., σπάνιο πέτρες που πατούν για να περάσουν λάσπες ή νερά (Παπαδόπουλος 1958: 508)

λαγγευταίρ /laᵑgef'ter/ ακλιτ. ουσ. αρσ.

[ΕΠΑΓΩΓΗ: μεταρημ. < λαγγεύω :1]

παιχνίδια, σπορ σχοινάκι

Επέρα το λαγγευταίρ και λαγγεύω σην αυλή 'πήρα το σχοινάκι και πηδώ στην αυλή'

λαγγευτό /laᵑgef'to/ κλίση ουσ. ουδ.

[ΕΠΑΓΩΓΗ: μεταρημ. < λαγγεύω :1]

1 σπορ άλμα, πήδημα

Τό λαγγευτό σ' πα ντο έσον 'γιατί πετάγεσαι;' (επί λέξει τι σημαίνει το άλμα σου;)

2 χορός Τραπεζούντα είδος λαϊκού χορού (Λαγγευτόν) που σε πολλές Τούρκικες διαλέκτους ονομάζεται "ατλαμά" ('πήδημά') (Tursun 2019: 333)

Βλ. επίσης λαγγευτόν, λαγγευτός, 1

λαγγευτόν /laᵑgef'ton/ Κερασούντα, Τραπεζούντα (Παπαδόπουλος 1958: 508) κλίση ουσ. ουδ.

[ΕΠΑΓΩΓΗ: μεταρημ. < λαγγεύω :1]

χορός είδος λαϊκού χορού (Λαγγευτόν) που σε πολλές Τούρκικες διαλέκτους ονομάζεται "ατλαμά" ('πήδημά')

Βλ. επίσης λαγγευτό :2, λαγγευτός 1

λαγγευτός 1 /laᵑgef'tos/ Σάντα, Κερασούντα (Παπαδόπουλος 1958: 508) κλίση ουσ. αρσ.

[ΕΠΑΓΩΓΗ: μεταρημ. < λαγγεύω :1]

χορός είδος λαϊκού χορού (Λαγγευτόν) που σε πολλές Τούρκικες διαλέκτους ονομάζεται "ατλαμά" ('πήδημά')

Βλ. επίσης λαγγευτό :2, λαγγευτόν

λαγγευτός 2 /laᵑgef'tos/ Τραπεζούντα (Tursun 2019: 333) κλίση επιθ.

[ΕΠΑΓΩΓΗ: μεταρημ. < λαγγεύω :1]

1 κουνημένος

2 μεταφ. ανόητος

Ο λαγγευτός ο  άγουρος πάντα ντο λέει σˇασˇουρεύ' 'ένας ανόητος πάντα δεν βρίσκει τι να πει'

Ένας λαγγευτέσσα γυναίκα σο γιάνι μ' έκατσεν κα 'δίπλα μου κάθισε μια ανόητη γυναίκα'

Το παιδίν αμόν λαγγευτόν εν 'το παιδί φαίνεται ανόητο '

λαγγεύω /laᵑ'gevo/ παντού κλίση, λαντζˇεύω /laᵑ'd͡ʒevo/ Όφις κλίση ρήμα

[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: πρ. ν. ε. λαγγεύω 'πηδώ' (βλ. επίσης Κριαράς 1985: 67) < αρχ. ε. λαγγάζω 'υποχωρώ, ενδίδω' (Ανδριώτης 1967: 177)]

1 (αμεταβ.) κίνηση πηδώ

Τα μικρά τα παιδία πολλά λαγγεύουν και τσακώνουν τά ποδάρια 'Τα μικρά παιδία πηδούν πολύ και σπάζουν τα πόδια τους'

Ελάγγεψεν κ' εσ'κώθεν 'πετάχτηκε' (Παπαδόπουλος 1958: 508· επί λέξει πήδησε και σηκώθηκε)

Ο νους ατ' ελάγγεψεν 'σάλεψε ο νους του' (Παπαδόπουλος 1958: 508· επί λέξει ο νούς του πήδησε )

Η καρδία μ' ελάγγεψεν 'είχα ταχυπαλμία' (Παπαδόπουλος 1958: 508· επί λέξει η καρδιά μου πήδησε )

Τ' όμματα̠ τ' ελάγγεψαν έξου 'γούρλωσαν τα μάτια του' (Παπαδόπουλος 1958: 508· επί λέξει τα μάτια του πήδησαν έξω)

ελάγγεψεν 'πέθανε' (Παπαδόπουλος 1958: 508· ειρωνικά, επί λέξει πήδησε)

2 κίνηση μεταπηδώ

Ελάγγεψεν έναν αυλάκην 'μεταπήδησε ένα αυλάκι' (Παπαδόπουλος 1958: 508)

3 (μεταβ.) νοητική σφαίρα μεταφ. παραλείπω, μεταπηδώ, προσπερνώ

Ελάγγεψεν έναν φύλλον 'μεταπήδησε μια σελίδα (βιβλίου)' (Παπαδόπουλος 1958: 508)

4 (μεταβ.) αιτιολογικός, φυσική επίδραση μεταφ. επιβαίνω, οχεύω (για τα ζώα)

Το γαρκόν ελάγγεψεν το χτηνόν. Το κρά̤ριν ελάγγεψεν το πρόβατον 'o δυνατός πάντα κατηγορεί τον αδύναμο' (Παπαδόπουλος 1958: 508· παροιμία, επί λέξει το βόδι καβάλησε την αγελάδα και ο κριός καβάλησε >την προβατίνα

5 (μεταβ.) νοητική σφαίρα αστείως καταλαβαίνω, κατανόω

ΠΑΡΑΓΩΓΑ: λαγγευτά, λαγγευταίρ, λαγγευτήρα, λαγγευτό, λαγγευτόν, λαγγευτός, 1 λαγγευτός 2

πεπόνιν /pe'ponin/ Κερασούντα, Οινόη κλίση, ποπόνι /po'poni/ Σαμψούντα, Οινόη κλίση, πεπόν /pe'pon/ κλίση ουσ. ουδ.

[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ελλ. κοιν. πεπόνιον 'πεπόνι' (υποκοριστικό) < αρχ. ε. πέπων 'ώριμος' < αρχ. ε. πέπτω 'ωριμάζω']

μούρα, φυτά πεπόνι

Έφαγες πολλά ποπόνιν φα κι ολίγον κολογκύθιν 'πρέπει να υπομείνεις την δυστυχία μετά την ευτυχία' (Παπαδόπουλος 1961: 177· παροιμία, επί λέξει έφαγες πολλά πεπόνια, φάει και λίγη κολοκύθα)

ΣΥΝΩΝΥΜΟ καβούνιν

χαμελά /hame'la/ παντού κλίση, χαμηλά /hami'la/ Ινέπολη, Σινώπη, Σούρμενα (Παπαδόπουλος 1961: 491) κλίση ουσ. ουδ. πληθ.

[ΕΠΑΓΩΓΗ: μετεπιθ. < χαμελός]

γεωγραφία τα χαμηλά μέρη

Αφ' τα ψηλά μη κρεμιστείς, 'σ τα χαμελά μη πέσεις 'για εκείνον που τον παράτησαν οι φίλοι του σε δυστυχία' (Παπαδόπουλος 1961: 491· παροιμία, επί λέξει απ' τα ψηλά μη γκρεμιστείς, στα χαμηλά μη πέσεις)

ΑΝΤΩΝΥΜΟ ψηλά

χαμελός /hame'los/ παντού κλίση, χαμηλός /hami'los/ Ινέπολη, Σινώπη, Σούρμενα (Παπαδόπουλος 1961: 491) κλίση, χαμηλό /hami'lo/ Τραπεζούντα (Tursun 2019: 540) κλίση επιθ.

[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: αρχ. ε. χαμηλός 'χαμηλός']

χαμηλός

Η πόρτα πολλά χαμηλό εγέντονε να κρούγουμε τα κεφάλα̤ 'μουνα 'η πόρτα βγήκε χαμηλή και θα χτυπήσουμε τα κεφάλια μας' (Tursun 2019: 540)

Το χαμελόν άλογον όλοι καβαλκεύουνε 'το χαμηλό γάϊδαρο όλοι τον καβαλάνε' (Παπαδόπουλος 1961: 491· παροιμία, επί λέξει το κοντό άλογο όλοι το καβαλάνε)

ΑΝΤΩΝΥΜΟ ψηλός

ΠΑΡΑΓΩΓΟ χαμελά

ψηλά /psi'la/ κλίση ουσ. ουδ. πληθ.

[ΕΠΑΓΩΓΗ: μετεπιθ. < ψηλός]

γεωγραφία ύψωμα

Αφ' τα ψηλά μη κρεμιστείς, 'σ τα χαμηλά μη πέσεις 'για εκείνον που τον παράτησαν οι φίλοι του σε δυστυχία' (Παπαδόπουλος 1961: 491· παροιμία, επί λέξει, απ' τα ψηλά μη γκρεμιστείς, στα χαμηλά μη πέσεις)

ΑΝΤΩΝΥΜΟ χαμελά

ψηλός /psi'los/ παντού κλίση, ψελός /pse'los/ Οινόη (Παπαδόπουλος 1961: 545, 547) κλίση, αψηλός /apsi'los/ Τραπεζούντα κλίση, αψελός /apse'los/ Κοτυώρα (Παπαδόπουλος 1961: 547) κλίση, ψηλό /psi'lo/ (Tursun 2019: 573) κλίση επιθ.

[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: αρχ. ε. ὑψηλός 'ψηλός']

ψηλός

Πολλά ψηλό οσπίτι εγέντον 'το σπίτι βγήκε πολύ ψηλό' (Tursun 2019: 573)

ΑΝΤΩΝΥΜΟ χαμελός

ΠΑΡΑΓΩΓΟ ψηλά